καρούλι

καρούλι
το
(λ. ιταλ.), κουβαρίστρα, ξύλινο ή μετάλλινο πηνίο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρούλι — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό πηνίο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα ή η κλωστή, αλλά και όλη η κουβαρίστρα 2. ο τροχίσκος τής τροχαλίας ή ολόκληρη η συσκευή 3. μικρός τροχός στο άκρο τών ποδιών διαφόρων επίπλων ή συσκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • καρουλιάζω — 1. περιτυλίγω νήμα ή κλωστή γύρω από το πηνίο, το καρούλι 2. βγάζω καρούλα*, σχηματίζω εξόγκωμα στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλόγως σημασίας < καρούλι ή < καρούλα] …   Dictionary of Greek

  • έντροχος — (Α ἔντροχος, ον) νεοελλ. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το έντροχο(ν) ορθογωνική τρύπα στην κεραία ή στην πλώρη τού πλοίου, μέσα στην οποία υπάρχει μικρό καρούλι για να περνά ένα σχοινί από το αυλάκι του, κν. μπαστέκα αρχ. οξύς, διαπεραστικός, κοφτερός,… …   Dictionary of Greek

  • γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα …   Dictionary of Greek

  • επιδρομίς — ἐπιδρομίς, ἡ (Α) τροχαλία, καρούλι …   Dictionary of Greek

  • καρέλλι — το 1. ο τροχίσκος τής τροχαλίας ή και ολόκληρη η συσκευή της, καρούλι 2. ζωολ. κοινή ονομασία ψαριού που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστό ως θύννος ο βραχύπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carello] …   Dictionary of Greek

  • καρούλα — η 1. εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα 2. φλύκταινα, φουσκάλα τού δέρματος με υγρό, που δημιουργείται από έγκαυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρούλι + μεγεθ. κατάλ. α κατά το σχήμα κεφάλ ι: κεφάλ α] …   Dictionary of Greek

  • καρρούλι — το βλ. καρούλι …   Dictionary of Greek

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • κουβαρίστρα — η 1. κύλινδρος ξύλινος ή χάρτινος ή πλαστικός γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο νήμα ραψίματος, καρούλι, πηνίο 2. (αλιευτ.) εξάρτημα που προσαρμόζεται στο αλιευτικό καλαμίδι και τό κάνει αποδοτικότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”